Κατερίνα Γώγου

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα 

στις 1 Ιουνίου  1940 αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου 1993.

Ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία και αργότερα στράφηκε στην ποίηση.

Τα ποιήματά της είναι γνωστά για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό χαρακτήρα τους 

καθώς και τις αναρχικές ιδέες που πρόβαλε.

Είχε μια κόρη τη Μυρτώ....

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
 

Το ποιήμα <<Εμένα οι φίλοι μου>> μελωποιημένο από τους Magic De Spell

Κατερίνα Γώγου - Το ξύλινο παλτό 1982 (Αποσπάσματα)

 

 

“Κοιτώντας τα πόδια μου
που βγάζουνε ρίζες
ξέρει πως πιο πολύ από όλα τα δέντρα σιχαίνομαι
γιατί είναι ακίνητα”
 
---
 
“οι μπάτσοι με πολιτικά
μπλοκάρανε τα νούμερα
οι μπάτσοι με πολιτικά
καλούν το νούμερο μου
οι φίλοι μου τώρα θα ‘χουν όλοι κρεμαστεί
στα μακριά καλώδια του
κανείς δεν απαντάει
ο ντίλερ καρφώνει τη σύριγγα στον αυτόματο τηλεφωνητή
σφίγγω το λουρί στο μπράτσο μου
…«στον επόμενο τόνο»…”
 
---
 
“Άσπρη είναι η άρια φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
Για την αποκατάσταση του μαύρου.”
 
---
 
“Η μνήμη των πουλιών είναι η διάταξη των άστρων
Η μνήμη των ανθρώπων είν’ τα ταξίδια των πουλιών
Και οι πάσσαλοι -ταξίδια κοπαδιών-
Που τους κρατάνε κάτω…”
 
---
 
“Τώρα από δω
αλλάζω λαλιά
κώδικα και νοηματική
κανένας βολεμένος κανένας αδρανής
δε θα συνουσιάζεται μαζί μου.
Κανείς δε θα ταυτίζεται.
Κανένας δε θα κρύβεται
πίσω απ’ τα συμπονετικά του αισθήματα
κατανόησης
για την τρέλα του «άλλου».
Θάνατος στις τέχνες και στα γράμματα
που παίρνουν το ρόλο της ζωής.
Σας έμαθα τώρα σας ξέρω καλά.”
 
---
 
“Κόβουν εδώ πίσω με κοφτερές δαγκωνιές
την τελευταία μου κοινωνική άμυνα
αυτό που οι άνθρωποι συνήθιζαν να ονοματίζουν μυαλό μου
γι αυτό τώρα εμένα που με βλέπετε, δεν τρώω, δεν κλαίω, δεν φοβάμαι, δεν βλέπω, δεν μιλώ, δεν εκκενώνω, δεν αντιστέκομαι,
είμαι αυτάρκης και λεία των νεκρών φωσφορίζουσα
θα προχωρήσω.“
 
---
 
“Έζησα πολλούς ανούσιους θανάτους φτάνοντας στον υπέρτατο εξαγνισμό τις νύχτες. Και ειδικότερα εκείνη ακριβώς την ώρα όπου οι σκύλοι γίνονται λύκοι, λαμβάνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σαν τάξεις. Γκρίζοι ή άσπροι.
Θα μπορούσε κανείς να πει αργότερα πως αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας μου ή ότι πληρώθηκα να τα γράψω με σκοτεινό και απώτερο σκοπό να τρομοκρατήσω τον αποχαυνωτικό εγωιστικό ύπνο των ανθρώπων, ιδίως κατά τας μεσημβρινάς ώρας Ιουνίου Ιουλίου Αυγούστου.
Όμως παρακαλώ, παρακαλώ πολύ να με πιστέψετε, γιατί δεν υπάρχει εξευτελιστικότερος θάνατος από το να μη σε πιστεύουνε αυτοί που εσύ πιστεύεις.”
 
 

 

Κατερίνα Γώγου - Δε γίνεται να σηκωθώ

 

 

Δεν μπορώ. Δε γίνεται να σηκωθώ. Δεν κοιμάμαι.
 
Ξημέρωμα. Στερητικά.
Βαριά. Πολύ. Εκ γονιδίου η χαρμάνα. Η ψυχολογική.
 
Σεντόνια ύπνου αργά θροΐζουνε
αργά με τυλίγουνε
πολύ σιγά με πάνε
διάφανα σχήματα
Νορμιζόν
ρευστές μορφές
ρευστά σχήματα περνούνε
ήρεμα μεταξύ τους χαϊδεύονται
μέχρι να σταθεροποιηθούν σουβλερά σαγόνια
σατανικών πεθαμένων.
 
Όχι. Κρυώνω. Ζεσταίνομαι.
Καυτό πάγο στους κροτάφους μου βάζουν ν’ ανακουφιστώ…
 
Κοίτα! Μαμά, κοίτα! Γελάνε!
Πως λάμπουν τα δόντια τους! Α… χρυσές μασέλες φοράνε!
Πως δεν τους τις έκλεψαν. Κατοχή έχουμε. 1940…
Σε λίγο, μαμά, θα γεννηθώ. Κι ο πατέρας
στην αυλή, κάτω στον βοτανικό, με τη μάνικα
με μεγάλη πίεση, με το νερό, θα με πνίξει…
Πλάι μου, με γυρισμένη την πλάτη
να μην τηνε δώ, η Παναγία μου κάνει πως κοιμάται…
 
Στο νερό που φοβάμαι έρπω…
 
Πνίγομαι.
Γι αυτήν μόνο.
 
Καθρεφτίζομαι στον καθρέφτη
ηδονίζομαι με το στόμα μου
που ‘χει κολλήσει στ’ αυτί μου.
Άλλο τίποτα. Τίποτ’ άλλο δε βλέπω.
Η όρασή μου: στόμα κι αυτί.
 
Φύσα, μαμά
μαμά, φύσα… φ… φ…
φύσα να σβήσει το κόκκινο φως
ψηλά στην πόρτα
στον θάλαμο
στο καμαρίνι
εκείνο σου λέω το φως
στη Σελήνη μου.
Μου σηκώνει κύματα οργής
κύματα πανικού
σβήσ’ το τώρα
τώρα, μαμά.
 

Οι νοσοκόμοι κοιμούνται.


"Με λένε οδύσσεια", 2002