Μανώλης Αναγνωστάκης
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Πέντε μικρὰ θέματα
Ι
Μὲς στὴν κλειστὴ μοναξιά μου
Ἔσφιξα τὴ ζεστὴ παιδική σου ἄγνοια
Στὴν ἁγνὴ παρουσία σου καθρέφτισα τὴ χαμένη ψυχή μου.
Ἐμεῖς ἀγαπήσαμε. Ἐμεῖς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Ἐμεῖς
Μοιραστήκαμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸν κόπο μας
Κι ἐγὼ μέσα σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους.
ΙΙ
Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.
ΙΙΙ
...
IV
Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου
Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).
Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!
Φοβᾶμαι...
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Νοέμβρης 1983
Για περισσότερα ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη μπείτε στον παρακάτω σύνδεσμο:
users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/manolhs_anagnwstakhs_poems.htm