CHARLES BAUDELAIRE (1821-1867)

Από τους σημαντικότερους ποιητές της γαλλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κατά την διάρκεια της ζωής του υπέστη δριμεία κριτική για τα γραπτά του και την θεματική του.
Το σημαντικότερο -και πιο σκανδαλιστικό- έργο του είναι "Τα Άνθη του Κακού"

Ο Baudelaire για ορισμένους αποτελεί την κριτική και τη σύνθεση του ίδιου του Ρομαντισμού, 

για άλλους είναι ο θεμελιωτής του συμβολισμού και για άλλους, αμφότερα. 

Ο Baudelaire θεωρείται επίσης ο πατέρας του πνεύματος της παρακμής με στόχο τον σκανδαλισμό της αστικής τάξης. 

Όλοι πάντως συμφωνούν στο ότι το έργο του άνοιξε το δρόμο για την σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση. 

Με επιρροές όπως οι Théophile Gautier, Joseph de Maistre (για τον οποίο είπε ότι του έμαθε να σκέφτεται) 

και τον Edgar Allan Poe, με τη μετάφραση του έργου του οποίου ασχολήθηκε εκτενώς, τον «ποιητή-ζωγράφο» Eugène Delacroix και τον Édouard Manet,

 ο ποιητής κατόρθωσε να συνυφάνει στο έργο του την ομορφιά και την σατανική κακία, 

τη βία και την ηδονή, τη φρίκη και την έκσταση, τη μελαγχολία και το σκοτεινό χιούμορ, τη νοσταλγία 

και την αίσθηση της κατάρας που κατατρέχει το ανθρώπινο είδος...

Ο βρικόλακας

Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι

θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι

και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός

σαν τα φαντάσματα της νυχτός.

 

Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,

σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου

και χάδια τέτοια σαν του φιδιού

που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

 

Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,

τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή

και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.

 

Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,

στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ

θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!

 

Το ποίημα "Βρυκόλακας" μελωποιημένο απο τον Θάνο Ανεστόπουλο!

 

Spleen

 

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει

το πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάει

και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει

και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄

 

όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,

όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει

κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη

κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει΄

 

όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,

που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,

και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει

βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,

 

άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,

που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε

καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,

κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.

 

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία

περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη

και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία

δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.