François Villon
To 1455 μαχαίρωσε θανάσιμα ένα κληρικό, εξορίστηκε από το Παρίσι, αλλά στις αρχές του 1456 πήρε βασιλική χάρη. Πριν όμως τελειώσει η χρονιά πήρε μέρος στην διάρρηξη ενός κολεγίου και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και πάλι το Παρίσι.
Εκείνο τον καιρό έγραψε το ποίημα Κληροδοσιά που ονομάστηκε αργότερα Μικρή Διαθήκη. Κληροδοτεί μ’ αυτό, σαρκάζοντας, τα μαλλιά του στον κουρέα του, μερικές δεκάρες σε τοκογλύφους και στον γραμματέα του κακουργιοδικείου το ενεχειριασμένο σπαθί του.
Τον βρίσκουμε μετά στο Μπλουά, στην αυλή του ομότεχνού του (στην ποίηση) Κάρολου δούκα της Ορλεάνης. Κλείνεται στην φυλακή για νέα παραπτώματα αλλά τον Δεκέμβριο το 1457 αμνηστεύεται επ´ ευκαιρία της γέννησης της κόρης του δούκα. Παίρνει μάλιστα μέρος και σε ποιητικό διαγωνισμό που αθλοθέτησε ο δούκας με την μπαλάντα του Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος.
Περιπλανήθηκε ύστερα και όλο το καλοκαίρι του 1461 το πέρασε κλεισμένος σε φυλακή στον Λίγηρα με διαταγή του επισκόπου της Ορλεάνης. Απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο με την ευκαιρία της διέλευσης από την περιοχή του Λουδοβίκου ΙΑ΄. Τότε έγραψε το μεγαλύτερο έργο του την Μεγάλη Διαθήκη. Εκφράζει τον αποτροπιασμό του για τις δυστυχίες της ζωής, την αρρώστια, τη φυλακή, τα γηρατειά και τον θάνατο, θυμάται τα καπηλειά, τους αμφίβολους φίλους και τις πόρνες που συναναστράφηκε, με τόνους πολύ πιο δηκτικούς απ’ ότι στο προηγούμενο έργο του.
Το 1462 κλείνεται και πάλι φυλακή στο Παρίσι για ληστεία. Αφήνεται ελεύθερος αλλά τον επόμενο χρόνο συλλαμβάνεται και πάλι για συμμετοχή σε συμπλοκή κι αυτή τη φορά καταδικάζεται «να κρεμαστεί και να στραγγαλιστεί». Στην φυλακή γράφει την περίφημηΜπαλάντα των κρεμασμένων και το σατιρικό τετράστιχο Είμαι ο Φρανσουά, πολύ τούτη η έγνοια με ταράζει... Στις 5 Ιανουαρίου του 1463 το Παρλαμέντο του Παρισιού μετατρέπει την ποινή του σε δεκαετή εξορία από το Παρίσι. Από το σημείο αυτό και ύστερα χάνονται τα ίχνη του.
O Βιγιόν ήταν ένας λόγιος που έκανε ζωή αλήτη. Αλλά αυτή η ζωή -οι περιπέτειες, οι φυλακές και ο μόνιμος τρόμος της τιμωρίας- του έδωσε την έμπνευση της συγκλονιστικής πολλές φορές ποίησής του.
Η Μπαλάντα Του Μπλουά
Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ’ “αβέβαιος” πάντα βρίσκω τ’ “ορισμένος”
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -”Καλή νυχτιά!”
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Η Μπαλάντα Των Φτονερών Γλωσσών
Σ’ αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ’ ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ’ αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ’ αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π’ όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ’ αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ’ όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ’ αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ’ αίμα που το ξεραίνουνε σ’ αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση
Η Μπαλάντα Των Κυριών Του Παλιού Καιρού
Πέστε μου που, σε ποιό μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκια σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Που ‘ν’ η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. ‘Αλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στον Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μάιν, η Σπαρτιάτισσα Ελένη
κι η καλή Ιωάννα από τη Λοραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Πρίγκηψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Απόδοση-Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης
Η Προσευχή Του Francois Villon
Αφού γυρίζει ακόμα η γης, αφού το φως ξεκάθαρα λάμπει,
Λόρδε, βοηθείστε καθέναν απ’ αυτούς που στερούνται.
Στον σοφό δώστε υγιές μυαλό, για τον δειλό χαρίστε έν’ άλογο.
Ξοδέψτε στους ευτυχείς και παρακαλώ μη ξεχάσετε και με.
Ξέρω πως είστε ικανότερος όλων, πιστεύω στη σοφία σας,
όπως ο ετοιμοθάνατος στρατιώτης, πιστεύει πως θα ξαναζήσει στον παράδεισο.
Όπως κάθε αφτί ακούει και πιστεύει τις σιωπηλές σας κουβέντες,
όπως οι ίδιοι πιστεύουμε, μη ξέροντας τι δημιουργούμε.
Μπαλάντα Στην Αγαπημένη
Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;
Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ’ το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική…
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.
Θα’ ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ’ αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να ‘μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ’ όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!
Πρίγκιπα, απ’ όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει…