Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι (1893-1930)

O Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ήταν Ρώσσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα..

Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.

 

Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε στις 14 Απριλίου του 1930

μετά από προσωπικά και επαγγελματικά προβλήματα αλλά και απογοητευμένος από την άρνηση των αρχών να του επιτρέψει να ταξιδέψει στο εξωτερικό. 

Η σφαίρα τον βρήκε ξαπλωμένο στο γραφείο του, στο σπίτι της οδού Λιουμπιάνκα,

 που σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. 

Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα, τονΚοριό και το Λουτρό, ασκώντας κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία. 

Σε όλους

Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.

Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.

Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με –αυτός δεν είναι τρόπος- (δεν τονσυμβουλεύω σε άλλους) μα δεν έχω διέξοδο.

Λίλια αγάπαμε Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λίλια Μπρικ, η μητέρα,οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλοτοβα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτήζωή, ευχαριστώ.

Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ. Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν. «Το επεισόδιοθεωρείται λήξαν» καθώς λεν και εμείς ας πούμε τη βάρκα του έρωτα τη συνέτριψε η ζωή. 

Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίοςπόνος, συμφορά και προσβολή.   Να ‘στε καλά. Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Υστερόγραφο 12.IV.30 Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.

 Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Γειά σας. Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλατο σύνθημα, έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος. Β.Μ. Στο τραπέζι μου είναι 2.000ρούβλια  δώστε τα στην Εφορία. Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις. Β.Μ.

 

Ελευθερία έκφρασης

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε

και κλέβουν ένα λουλούδι

από τον κήπο μας

και δε λέμε τίποτα.

 

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον

περπατούνε στα λουλούδια,

σκοτώνουν το σκυλί μας

και δε λέμε τίποτα.

 

Ώσπου μια μέρα

-την πιο διάφανη απ’ όλες-

μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας

ληστεύουν το φεγγάρι μας

γιατί ξέρουνε το φόβο μας

που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

 

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα 

πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα

 

 

Καλώ στην απολογία
 
Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
 
Για τι;
 
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
 
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
 
Ελευθερία;
 
Θεός;
 
Δολάριο!
 
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
 
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!
 
Επίκαιροι Αμίλητοι
 
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες περί δημοκρατικής τάξης,
 
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
 
 
 
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
 
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
 
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
 
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
 
 
 
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
 
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
 
 
 
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο
 
κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.
 
 
 
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
 
και που το παράπονό τους να πούνε;