edgar allan poe

Ο Έντγαρ Άλλαν Πόε (19 Ιανουαρίου 1809- 7 Οκτωβρίου 1849) ήταν Αμερικάνος ποιητής και πεζογράφος. 
Υπήρξε ένα από τους κύριους εκπροσώπους του Αμερικάνικου ρομαντισμού. 
Το λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην  παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική  λογοτεχνία ή οι ιστοριες τρόμου και φαντασίας..

 

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα «οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο».

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα»
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.

‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

       

MONOΣ

 

 Από την πρώτη μου στιγμή, εγώ δεν ήμουν σαν παιδί

 Όπως οι άλλοι · δεν έβλεπα
 Όπως οι άλλοι · δεν έβγαιναν
Τα πάθη μου από πηγή συνηθισμένη.
Από τέτοια κοινή πηγή εγώ τη θλίψη δεν αντλούσα
Ούτε και την καρδιά μου να ξυπνώ
Στον τόνο της χαράς μπορούσα.
Κι ό,τι αγαπούσα, μόνος το αγαπούσα.
Τότε -παιδί ακόμα- στην αυγή
Μιάς όλο θύελλες ζωής -ξεπήδησε
Απ” τα βάθη του καλού και του κακού
Ένα μυστήριο που και σήμερα δεσμώτη με κρατά
Από τον χείμαρρο ή από την κρήνη
Απ’του βουνού τον κόκκινο γκρεμό
Από τον ήλιο που ολόγυρά μου έκανε δίνη
Στη φθινοπωρινή του χρυσαφένια ανταύγεια
Από την αστραπή στον ουρανό
Καθώς πετώντας με προσπέρασε-
Από την καταιγίδα και τον κεραυνό
Κι από το σύννεφο που πήρε μια μορφή
(“Οταν γαλάζιοι ήταν κατά τ’άλλα οι Ουρανοί)
Στα μάτια μου δαιμονική.